Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οπίουρος — ὀπίουρος, ὁ (Α) (πρέπει να αναγν. ἐπίουρος) γόμφος, καρφί, πάσσαλος … Dictionary of Greek
ὀπιούρους — ὀπίουρος peg masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)